- εθνικόφρονας
- ο1. που έχει εθνικά (πατριωτικά) φρονήματα.2. ο εθνικιστής (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εθνικόφρονας — ο και εθνικόφρων, ο, η αυτός που εμφορείται από εθνικιστικές ιδέες, ο εθνικιστής … Dictionary of Greek
εθνικοφροσύνη — η 1. το να είναι κανείς εθνικόφρονας (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εθνιστής — ο 1. αυτός που αγαπάει το έθνος του και πιστεύει στη συμβολή του στον πολιτισμό. 2. ο εθνικόφρονας (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)